Η τεχνολογία στην υπηρεσία της εκπαίδευσης στις μέρες του κορωνοϊού!
Λίγοι γνωρίζουν ότι οι σύγχρονοι υπολογιστές αναπτύχθηκαν αρχικά, με σκοπό το στρατιωτικό όφελος. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Άγγλος μαθηματικός Άλαν Τιούρινγκ που εργαζόταν για την αποκρυπτογράφηση της γερμανικής μηχανής Enigma [1] , στο Bletchley Park[2] στην Αγγλία, σχεδίασε μια μηχανή που θα μπορούσε να λύσει προβλήματα με τη μορφή αλγορίθμου. Η μηχανή Τιούρινγκ ήταν η αρχική ιδέα για την κατασκευή του ENIAC (Electronic Numerical Integrator and Computer) του πρώτου ηλεκτρονικού ψηφιακού υπερμεγέθους υπολογιστή (με ηλεκτρονικές λυχνίες αντί για μηχανικά μέρη) που κατασκευάστηκε στις Η.Π.Α..
Glen Beck (background) and Betty Snyder (foreground) program ENIAC in BRL building 328. (U.S. Army photo, ca. 1947-1955). https://en.wikipedia.org/wiki/ENIAC
Αργότερα, στις δεκαετίες ‘50 – ‘60 οι λυχνίες αντικαταστάθηκαν από τρανζίστορς που επέτρεψαν τη δημιουργία μικρότερων και ταχύτερων υπολογιστών. Στη δεκαετία του 70’ η Intel έφτιαξε τον πρώτο μικροεπεξεργαστή, μαζικής παραγωγής, επαναστατικό εργαλείο για την εποχή και αρχίζει η προσπάθεια για ψηφιοποίηση εύρους πληροφοριών. Η πληροφορία θεωρείται «πρώτη ύλη», πηγή ισχύος και πλούτου. Η ταχύτητα με την οποία μεταδίδεται ή γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας η πληροφορία κι η απλούστευση στη χρήση των υπολογιστών, ώστε να γίνουν προσιτοί και στους μη ειδικούς, γίνεται στόχος για τις εταιρίες παραγωγής . Κατά τη δεκαετία του 80’ η IBM κυριάρχησε στην αγορά με την μαζική κατασκευή εξαρτημάτων υπολογιστών. Οι σύγχρονοι υπολογιστές εξελίχθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ευρέως σε στρατιωτικά κι εμπορικά πλαίσια αλλά μόλις κατά τη δεκαετία του ‘90 γίνονται προσπάθειες γι’ ανάπτυξη τεχνολογικών εφαρμογών για την εκπαίδευση από εταιρείες όπως η Microsoft και η Apple.
Πριν περίπου 20 χρόνια, ακαδημαϊκές έρευνες που μελετούσαν το πώς η τεχνολογία σε συνάρτηση με την παγκοσμιοποίηση (Globalization) και την κοινωνία της πληροφορίας (Information Society) μπορεί να μετατρέψει (transform) ή ν’ αλλάξει την εκπαίδευση (OECD, 2001a,b), έθεταν το ζήτημα της ανάγκης για καλλιέργεια δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα από τους μαθητές, ανάμεσα σ’ αυτές και τη δεξιότητα χρήσης της τεχνολογίας. Όπως χαρακτηριστικά περίγραψε ο Castells, (1998): «η τεχνολογική επανάσταση με επίκεντρο την πληροφορία, έχει μεταμορφώσει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, παράγουμε, καταναλώνουμε, εμπορευόμαστε, διοικούμε, επικοινωνούμε, ζούμε, πεθαίνουμε, κάνουμε πόλεμο, κάνουμε έρωτα..» (…a technological revolution, centred around information, has transformed the way we think, we produce, we consume, we trade, we manage, we communicate, we live, we die, we make war, and we make love. (Castells 1998, p. 1) Το New London Group[3] δημιούργησε τον όρο πολυγραμματισμό-Multiliteracy, δηλαδή το γραμματισμό που ενθαρρύνει τη χρήση συνδυασμού μέσων και γλωσσολογικών, πολιτισμικών, επικοινωνιακών και τεχνολογικών εργαλείων για να προετοιμάσει τους μαθητές/φοιτητές για έναν κόσμο που αλλάζει τάχιστα κι επηρεάζεται άμεσα από τις τεχνολογικές εξελίξεις και την παγκοσμιοποίηση. (Cope et al 2000).
Όταν το 1998, παρακολουθούσα ως προπτυχιακή φοιτήτρια, στο Παιδαγωγικό Τμήμα ελληνικού πανεπιστημίου το μάθημα της Πληροφορικής, συζητούσαμε για το ραδιόφωνο, το κασετόφωνο, την τηλεόραση ως μέσα διδασκαλίας και για τον υπολογιστή ως το «νέο», μοντέρνο μέσο διδασκαλίας. Εξάλλου, οι περισσότεροι της γενιάς μου, αποκτήσαμε τον πρώτο μας υπολογιστή (σταθερό ή φορητό τα τελευταία χρόνια της μαθητικής μας ζωής) ή κατά τις προπτυχιακές σπουδές μας. Αργότερα, στα πλαίσια των μεταπτυχιακών και διδακτορικών μου σπουδών μελέτησα την εκπαιδευτική πολιτική για την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, με σκοπό να δω αν και πως αλλάζουν οι νέες τεχνολογίες τα σχολεία ως οργανισμούς (Hadjithoma, 2007).
Η εισαγωγή των υπολογιστών, ως μέσου διδασκαλίας, στα σχολεία στην Κύπρο, άρχισε πειραματικά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σε σχολεία της Πάφου και αργότερα, μέσα από το πρόγραμμα ΕΥΑΓΟΡΑΣ, με διεύρυνση, σε άλλα σχολεία, στις τάξεις Δ’, Ε’, Στ’ για την ανάπτυξη δεξιοτήτων χρήσης του υπολογιστή, ως «γνωστικό- διερευνητικό εργαλείο». Ένας από τους αποτρεπτικούς παράγοντες για τη χρήση της τεχνολογίας στα σχολεία, είναι ότι η ένταξη τεχνολογικών εργαλείων, έπεται των τεχνολογικών αλλαγών που συμβαίνουν ραγδαία, έτσι παρατηρείται το φαινόμενο αυτά τα εργαλεία να «παλιώνουν» γρήγορα αναφορικά με την ταχύτητα, το λογισμικό και τα χαρακτηριστικά της συσκευής (software and hardware). Για παράδειγμα, ένα λογισμικό της δεκαετίας του ‘90 που ήταν διαθέσιμο στην ελληνική γλώσσα σε CD-ROM είχε τις ακόλουθες προϋποθέσεις: συμβατότητα με CD-ROM DRIVE, Windows 3.1. IBM PC, RAM 4MB, κάτι που σήμερα δεν ισχύει για πολλά εκπαιδευτικά παιχνίδια του Διαδικτύου. Η ευρεία χρήση των έξυπνων κινητών συσκευών με σύνδεση στο Διαδίκτυο χαρακτηρίζονται από την απλούστευση στη χρήση.
Η πανδημία του κορονωϊού που εμφανίστηκε και στη χώρα μας τους τελευταίους 3 μήνες, ανάγκασε τους έχοντες μαθητές (και συνεργάτες στη μάθηση, γονείς/κηδεμόνες, ειδικά για τους μικρότερης ηλικίας μαθητές) να χρησιμοποιήσουν τις προσωπικές τους έξυπνες συσκευές, όποιες κι αν ήταν αυτές (smartphone, ipad, iphone…), για να συνεχίσουν τα παιδιά τη μάθησή τους. Μέχρι σήμερα , η o H.Y και το Διαδίκτυο και σε κάποιες τάξεις ο διαδραστικός πίνακας, ήταν εργαλεία στα χέρια των εκπαιδευτικών. Αυτό όμως που άλλαξε απρόσμενα και σε κλίμακα που αφορά πάρα πολλές χώρες του κόσμου, είναι ότι η τεχνολογία καθίσταται το μόνο εργαλείο που μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της εκπαίδευσης κάτω από τις συνθήκες τις οποίες τώρα διανύουμε.
Οι εκπαιδευτικοί αποδεικνύονται πρωτοπόροι της χρήσης της τεχνολογίας και του Διαδικτύου για τη συνέχιση της εκπαίδευσης των μαθητών τους. Πριν ακόμα βγουν αποφάσεις, καθοριστούν σχέδια δράσης, εφαρμοστούν μέτρα και διατάγματα, οι εκπαιδευτικοί βρήκαν τρόπο και μέσα επικοινωνίας με τους μαθητές τους, για να τους κρατήσουν σε μαθησιακή εγρήγορση. Ο κάθε εκπαιδευτικός, γνωρίζοντας τους μαθητές του, τις οικογένειες, τα χαρακτηριστικά του σχολείου του, χρησιμοποίησε όποια θεωρούσε κατάλληλα εργαλεία, από το email, το skype,το viber, το zoom, ηλεκτρονικές πλατφόρμες (π.χ. classdojo/moodle) κτλ. Σε κατοπινό στάδιο, με την οργάνωση της εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης από το ΥΠΠΝ, για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης με σκοπό να διαφυλαχθούν τα προσωπικά δεδομένα μαθητών κι εκπαιδευτικών, καθώς και γονιών/κηδεμόνων που βοηθούν σ’ αυτή τη διαδικασία τα παιδιά τους, η χρήση συγκεκριμένου πακέτου (Microsoft Office 365, Teams) για το οποίο το ΥΠΠΝ πληρώνει δικαιώματα, γίνεται αναγκαία για όλους τους εμπλεκόμενους. Σε κάθε περίπτωση, αυτά που έχουμε στα χέρια μας, αυτά πρέπει να αξιοποιήσουμε όσο καλύτερα γίνεται κι εκπαιδευτικοί φαίνονται να εκπληρώνουν τις προσδοκίες του υπουργού Παιδείας, Πολιτισμού και Νεολαίας.
Όπως και με κάθε εκπαιδευτική πολιτική, σε ένα ανθρωποκεντρικό, ιεραρχικό, γραφειοκρατικό μοντέλο εκπαιδευτικής διοίκησης, όπως αυτό που έχουμε στην Κύπρο, οι θετικές στάσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών στο πεδίο της εκπαίδευσης, και το «ανοιχτόμυαλο» επαγγελματικό περιβάλλον, αναδεικνύονται σημαντικοί παράγοντες για την επιτυχή χρήση της τεχνολογίας (Hadjithoma, 2007), ειδικά από το στιγμή που το ΥΠΠΝ ανέλαβε να εξοπλίσει και τους μη έχοντες μαθητές για την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, επί του παρόντος, είναι μεν η καθοδήγηση από το ΥΠΠΝ αλλά και η αυτενέργεια των εκπαιδευτικών.
Οι εκπαιδευτικοί είναι το κλειδί, στην εφαρμογή της εξ’ αποστάσεως διδασκαλίας, είτε είναι σύγχρονη είτε ασύγχρονη, όπου το πρώτο εφαρμόζεται ήδη με διδασκαλία που παρακολουθείται την ίδια ώρα από μαθητές είτε ασύγχρονα με ανέβασμα υλικού για παιδαγωγική στήριξη και δημιουργική ενασχόληση και ανταλλαγή μηνυμάτων, σε χρόνο διαφορετικό για τον κάθε συμμετέχοντα. Η «επίκτητη» αξία της τεχνολογίας για τη μάθηση, διαφαίνεται όταν οι εκπαιδευτικοί στηριχθούν στις γνώσεις που έχουν για την παιδαγωγική κι εκπαιδευτική διαδικασία, για να διαμορφώσουν και να προσαρμόσουν το υπάρχον υλικό και βασιζόμενοι στην εμπειρία τους να πάρουν αποφάσεις σχετικά με το περιεχόμενο, το χρόνο και τα μέσα που χρησιμοποιούν. Το εύρος των εργαλείων και οι πηγές, το υλικό κι οι ιδέες ανεξάντλητα στο Διαδίκτυο. Η απλή μεταφορά σε ηλεκτρονική μορφή οδηγιών για συμπλήρωση εργασιών μέσα από βιβλία, στα τετράδια και το χαρτί, μπορεί να είναι η πιο απλή δραστηριότητα, αυτή όμως μπορεί να ενισχυθεί με επιπρόσθετες διαδικτυακές δραστηριότητες σε μορφή παιχνιδιού, quiz, εύρεσης πληροφοριών διαδραστικής εργασίας, ανατροφοδότησης και να προσφέρει στη διαφοροποίηση και εξατομίκευση της διδασκαλίας που διευκολύνεται κατά μεγάλο βαθμό από τα τεχνολογικά μέσα.
Η τεχνολογία και το Διαδίκτυο
– Προσφέρουν έτοιμο υλικό, αρκετό από αυτό δωρεάν κι έτσι στα περισσότερα μαθήματα, δεν χρειάζεται παραγωγή υλικού από το μηδέν, αλλά η επιλογή, η διαμόρφωσή του από τον έμπειρο εκπαιδευτικό με βάση τα γνωρίσματα των μαθητών του.
– Προσφέρουν την ευχέρεια για διδασκαλία ένας-προς-έναν, αφού η επικοινωνία μπορεί να γίνεται και ξεχωριστά με τον κάθε μαθητή/μαθήτρια και ανάλογα με τις ανάγκες τους σε χρόνο που εξυπηρετεί και τα δύο μέρη.
Οι εκπαιδευτικοί είναι σημαντικοί γιατί:
– Εκείνοι, έχουν το έμπειρο μάτι για να ερευνούν στο Διαδίκτυο, ώστε να κάνουν σωστή επιλογή υλικού (γονείς και μαθητές μπορούν άνετα να βρουν εκπαιδευτικά παιχνίδια και άλλο υλικό , αλλά οι εκπαιδευτικοί θα βρουν αυτό που είναι καταλληλότερο κι αντιστοιχεί στο γνωστικό και μαθησιακό επίπεδο των μαθητών τους). Οι εκπαιδευτικοί είναι ενημερωμένοι για τις βασικές γνώσεις και δεξιότητες που οι μαθητές πρέπει να αποκτήσουν.
– Εκείνοι θα προσφέρουν μια δομή στο υλικό που επιλέγεται και χρησιμοποιείται για την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση με βάση τις γνώσεις τους για τους στόχους του αναλυτικού προγράμματος. Όπως έκαναν προγραμματισμό για τις διδασκαλίες τους στις τάξεις, οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που μπορούν να βάλουν μια λογική ροή, μια συνέχεια, στην εκπαίδευση των μαθητών τους.
– Εκείνοι μπορούν να κινητοποιήσουν τους μαθητές τους, όπως και στην παραδοσιακή τάξη, δίνοντάς τους κίνητρα, με ανατροφοδότηση, συχνή επικοινωνία και ψυχολογική στήριξη, που σήμερα είναι, ίσως, περισσότερο αναγκαία.
Τον τελευταίο καιρό, όντας ενεργή εκπαιδευτικός Δημοτικής εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία, έχω δει διευθυντικό προσωπικό, εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές, να έχουν πάρει τα ηνία και να προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς, ο καθένας με τον τρόπο του, προς εκπλήρωση της σύγχρονης και ασύγχρονης εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση. Σίγουρα, αυτό δεν οφείλεται σε συγκεκριμένη πολιτική, ή σε συγκεκριμένα τεχνολογικά εργαλεία, αλλά στο ανθρώπινο δυναμικό, όλους αυτούς δηλαδή που προαναφέρθηκαν, πλαισιωμένους, από ειδικούς της τεχνολογίας, τεχνικούς και άλλο προσωπικό. Η τεχνολογία εξάλλου, διευκολύνει την ενημέρωση πάνω σε τεχνολογικά θέματα κι εργαλεία και την ανταλλαγή υλικού, απόψεων, χρήσιμων πληροφοριών και καλών πρακτικών, ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς.
Στην ιστορία της τεχνολογίας των τελευταίων 50 χρόνων, πρώτη φορά, παρατηρείται, ανά το παγκόσμιο, τέτοια προσπάθεια χρήσης της τεχνολογίας για διατήρηση πρώτιστα μεν του θεσμού του εκπαιδευτικού συστήματος (μέσα από τη διατήρηση επαφής ανάμεσα σε μαθητές-οικογένειες και σχολεία) παρά τον αποκλεισμό από τις παραδοσιακές δομές των σχολείων, αφότου αυτά έκλεισαν λόγω της πανδημίας του κορονωϊού και δευτερευόντως για διατήρησης μιας διαφορετικής μεν ρουτίνας πέρα από αυτή την πρωτοφανή ανατροπή της καθημερινότητάς μας.
Από τα μικρότερα παιδιά του νηπιαγωγείου, μέχρι τους φοιτητές του Πανεπιστημίου, που παρακολουθούν οποιασδήποτε μορφής εκπαιδευτικό πρόγραμμα, μέσω Διαδικτύου ή της τηλεόρασης έχουμε ήδη αποδείξει ότι η τεχνολογία, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού και στις μέρες μας, ένα πολύ δυνατό εργαλείο για τη διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας (και του σχολείου ως οργανισμού) καθώς και των σχέσεων μεταξύ εκπαιδευτικών-μαθητών και σχολείου-οικογενειών.
Στο εγγύς μέλλον, θα διαφανούν και οι νέες ευκαιρίες που δημιουργούνται, αλλά και η πρόοδος που έχουν κάνει μαθητές με προβλήματα που δεν μπορούν εύκολα να λυθούν σε μια παραδοσιακή τάξη (π.χ. διάσπαση προσοχής). Τότε θα έχουμε καταλάβει ότι η τεχνολογία που αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε, βοήθησε ίσως με διαφορετικό τρόπο τον κάθε μαθητή ξεχωριστά με τις ιδιαιτερότητες και τις ελλείψεις του. Σε πολλές περιπτώσεις εφαρμόζεται αυτές τις μέρες το « Ένας δάσκαλος για κάθε μαθητή!» με πολλή προσπάθεια και χρόνο βέβαια από τους εκπαιδευτικούς σε συνεργασία με τους γονείς και τους ειδικούς της τεχνολογίας.
Μήπως έχει ήδη φτάσει η ώρα για ένα σχολείο όπου επιτυγχάνεται ένας συνδυασμός της καθημερινής επαφής μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, με ότι αυτό σημαίνει, την αγκαλιά, την ενθάρρυνση, την αυστηρή ματιά, τους ήχους, το γέλιο, τις φωνές, και τη φασαρία της παραδοσιακής τάξης και των πλεονεκτημάτων της εκπαίδευσης μέσω της τεχνολογίας; (blended learning, Bonk & Graham, 2006). Καλό είναι να θυμόμαστε λοιπόν, και να μας δίνει ενθάρρυνση το ότι όλες οι γνώσεις κι οι δεξιότητες που θα κερδίσουν οι μαθητές μας μέσα από τη χρήση της τεχνολογίας αλλά κι εμείς θα συνεχίσουν να μας εξυπηρετούν στην εκπαιδευτική διαδικασία κι όταν επιστρέψουμε στα σχολεία και τη ρουτίνα μας.
Πηγές:
Bonk, C.J & Graham, C.R. (2006). The handbook of blended learning environments: Global perspectives, local designs. San Francisco: Jossey-Bass/Pfeiffer.
Castells, M. (1998) The information age: economy, society and culture, vol. III. End of Millenium, Oxford: Blackwell Publishers Inc
Cope and Kalantzis M. (2000). Multiliteracies: Literacy learning and the design of social futures. London, New York: Rutledge
Hadjithoma, C. New technologies, new schools? : embedding ICT in primary education : exploring the implementation process in relation to the context and teachers’ work (in Cyprus), PhD thesis, University of Bristol, 2007
OECD (2001a). Learning to change: ICT in schools, Centre for educational research and innovation, OECD: France
OECD (2001b). What schools for the future? Centre for educational research and innovation, OECD: France
Une histoire de l’informatique. Paris: La Découverte, 1987. (reprinted : Seuil, coll. « Points sciences », Paris, 1990
[1] Η μηχανή Enigma, χρησιμοποιούνταν από τον γερμανικό στρατό για κωδικοποίηση μηνυμάτων πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αποκρυπτογράφηση, έγινε δυνατή πρώτα, από ομάδα Πολωνών, υπό την ευθύνη του μαθηματικού Marian Rejewski. Έπειτα, οι πληροφορίες με σκοπό την αποκρυπτογράφηση πέρασαν σε ομάδα Βρετανών στην οποία ανήκε και ο Alan M.Turing.
[2] Σχετικά με το Bletchley Park που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο: https://www.bletchleypark.org.uk/our-story/why-it-matters
[3] Τα μέλη της ομάδας The New London Group είναι με αλφαβητική σειρά: Courtney Cazden (USA), Bill Cope (Australia), Norman Fairclough (UK), James Gee (United States), Mary Kalantzis (Australia), Gunther Kress (UK), Allan Luke (Australia), Carmen Luke (Australia), Sarah Michaels (US), Martin Nakata (Australia).
Χριστίνα Χατζηθωμά Γκάρστκα Ενεργή εκπαιδευτικός Δημοτικής Εκπαίδευσης
(MSc, PhD, Εκπαιδευτική Τεχνολογία, University of Bristol, UK)